πτοιητός

πτοιητός
-ή, -όν, Α
βλ. πτοητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτοιητόν — πτοιητός scared masc acc sg πτοιητός scared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιπτοίητος — ἁλιπτοίητος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει τρομοκρατημένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πτοιητός < πτοιῶ ( εω), επικ. τ. τού ρ. πτοῶ ( έω) «τρομάζω, εκφοβίζω»] …   Dictionary of Greek

  • απτόητος — η, ο (AM ἀπτόητος, ον, Α κ. πτοίητος) [πτοώ] αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος …   Dictionary of Greek

  • πτοητός — και πτοιητός, ή, όν, Α [πτοῶ / πτοιῶ] ταραγμένος, φοβισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”